κληρικαλισμός

κληρικαλισμός
Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα δημόσια πράγματα και επιδιώκουν τη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Έως τα μέσα του 19ου αι. η Δυτ. Καθολική Εκκλησία είχε μεγάλη δύναμη και επιρροή και αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Η Γαλλική επανάσταση, αμέσως μετά την επικράτησή της, ανακήρυξε την περιουσία του κλήρου εθνική και τον επόμενο χρόνο προχώρησε στην εκποίηση των ακινήτων της Εκκλησίας. Από τότε η Εκκλησία έπαψε, έως έναν βαθμό, να επηρεάζει τα δρώμενα της πολιτικής σκηνής. Η αποκατάσταση της μοναρχίας στη Γαλλία δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα για την επανεμφάνιση του κ., που ωστόσο δεν είχε πια την παλιά δύναμη και επιρροή. Φορείς του σύγχρονου κ. είναι κυρίως ο ανώτερος κλήρος και διάφοροι εκπρόσωποι των οικονομικά ισχυρών κοινωνικών τάξεων, που διατηρούν δεσμούς με την Εκκλησία. Ο κ. επιδιώκει να πραγματοποιήσει τους στόχους του, χρησιμοποιώντας τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, θρησκευτικά πολιτικά κόμματα καθώς και διάφορες οργανωμένες ομάδες, προερχόμενες από τους εκκλησιαστικούς κόλπους. Πολλές φορές η Εκκλησία και οι οργανώσεις της επεμβαίνουν έμμεσα ή άμεσα στην πολιτική ζωή, υποστηρίζοντας διάφορες συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και προσπαθώντας να αυξήσουν το κύρος και την εκλογική δύναμή τους.
* * *
και κληρικισμός, ο, και κληρικοκρατία και κληροκρατία, η
1. χαρακτηρισμός τής τάσης να εκτρέπεται ο κλήρος από τα θρησκευτικά του έργα και να αναμιγνύεται, καταχρηστικά, σε ζητήματα τού δημόσιου ή τού ιδιωτικού βίου, επιδιώκοντας να επιβάλει την επιρροή του στον χειρισμό τους
2. πολιτικό ρεύμα που υποθάλπεται από τους εκκλησιαστικούς κύκλους, ειδικά στις ρωμαιοκαθολικές χώρες, και αποσκοπεί στην επέκταση και εδραίωση τής κυριαρχίας τής Εκκλησίας και τού κλήρου στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clericalisme (< νεολατ. clericalis < λατ. clericus < κληρικός < κλῆρος) + κατάλ. -isme. Ο τ. στην Ελληνική έχει αποδοθεί και με τους τ. κληρικισμός, ο οποίος μαρτυρείται από το 1888 στην Εφημερίδα Ακρόπολις, κληρικοκρατία, που μαρτυρείται από το 1895 στην Εφημερίδα Ακρόπολις και κληροκρατία, που μαρτυρείται από το 1845 στον Θεόδωρο Μανούση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληρικισμός — ο βλ. κληρικαλισμός …   Dictionary of Greek

  • κληρικοκρατία — και κληροκρατία, η βλ. κληρικαλισμός …   Dictionary of Greek

  • κληροκρατία — η κληρικαλισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κληρικοκρατία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”